- ανάμεστος
- η , ο1) полный, наполненный; 2) зрелый, спелый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάμεστος — filled full masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάμεστος — η, ο (Α ἀνάμεστος, ον και ος, η, ον) πλήρης, γεμάτος νεοελλ. (και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μεστός. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω νεοελλ. αναμεστώνω] … Dictionary of Greek
ἀνάμεστον — ἀνάμεστος filled full masc/fem acc sg ἀνάμεστος filled full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμέστου — ἀνάμεστος filled full masc/fem/neut gen sg ἀ̱ναμέστου , ἀναμεστόω fill up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναμεστόω fill up pres imperat act 2nd sg ἀναμεστόω fill up pres imperat act 2nd sg ἀναμεστόω fill up imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμέστους — ἀνάμεστος filled full masc/fem acc pl ἀ̱ναμέστους , ἀναμεστόω fill up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναμεστόω fill up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀναμεστόω fill up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμέστῳ — ἀνάμεστος filled full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάμεστα — ἀνάμεστος filled full neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάμεστοι — ἀνάμεστος filled full masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμεστώνω — (Α ἀναμεστῶ, όω) [ἀνάμεστος] γεμίζω κάτι εντελώς νεοελλ. 1. (και μτφ.) μεστώνω, ωριμάζω 2. παχαίνω, «γεμίζω» … Dictionary of Greek